Θα
καθόμουν στη γέφυρα μέχρι να έρθει η αυγή, αν όλη αυτή τη σκηνή της απόλυτης
γαλήνης δεν τη διέκοπτε το βουητό ενός κλάματος, που ακούστηκε ξαφνικά. Γύρισα
να κοιτάξω προς τη μεριά από την οποία ακουγόταν. Στη γωνία ενός από τα
αρωματοποιεία καθόταν ένα μικρό κοριτσάκι -δε θα ήταν πάνω από δέκα χρονών- και
έκλαιγε με το πρόσωπο κρυμμένο στις χούφτες της. Φαινόταν πολύ φτωχό και
αδυνατισμένο. Ήταν ρακένδυτα ντυμένο και πολύ ελαφριά, που απόρησα πως άντεχε
με τέτοιο βοριά. Τα παπουτσάκια της είχαν ξεφτίσει, σχεδόν λιώσει και το
κορμάκι της ήταν τόσο άρρωστο, που είχε ένα αλλόκοτο κίτρινο χρώμα. Η καρδιά
μου πόνεσε. Έπρεπε να τη βοηθήσω.
-Κοριτσάκι
μου, γιατί κλαις; Πεινάς;