Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

Ου τύψεις

Είναι περίεργο.Μάλλον.
Δεν ξέρω αν έμαθα να ανοίγω παραπάνω
τα μάτια μου.
Μπορεί και να ναι σύμπτωση.
Όμως τα πεζοδρόμια που περνάω
και οι δρόμοι που διασχίζω
γέμισαν με κηλίδες
από αίμα.
Φορές φορές
με προσπερνούν
μισοξεραμένα ρυάκια από αυτό.
Το πιο άρρωστο, ωστόσο,
είναι ότι δεν μυρίζουν άνθρωπο.
Ούτε ζώο.

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

8 Νοεμβρίου

Κάποτε
μέρες κρύες
τα σεντόνια ζεστά
τα παράθυρα κλεισμένα στο φως της βροχής
η μουσική μυστήρια
οι χούφτες μας κόκκινες
από τα μαξιλάρια και τις αγκαλιές της νύχτας
οι γείτονες θορυβώδεις, πνιγεροί
ο θάλαμος με καπνούς ζωσμένος
και στο γραφείο δυο ποιήματα
δικά σου και δικά μου

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Το ημερολόγιο

Θα φυλλομετρήσω τη ζωή μου σαν ημερολόγιο και θα ψάξω να βρω όσα κέρδισα και έχασα. Η τηλεόραση παίζει την ταινία που βλέπαμε μαζί. Θυμάσαι; Ξεφυλλίζω. Όλες οι σελίδες σκοτεινές, σκονισμένες μα τόσο ζωντανές. Που και που θα δω να σαλεύει κάτι σα φως, μα γρήγορα θα καταλάβω πως είναι η ακτινοβολία της τηλεόρασης ή η χλομάδα της σελήνης.

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Ο παραλήπτης


Όχι, δεν το έλαβα ακόμα.


Κάθε βράδυ
μού ταχυδρομείς μονάχα τα σκοτάδια σου,
τη μυστηριώδη σιωπή σου,
το ακατανόητο γέλιο σου,
τα δήθεν πολυκατορθώματά σου.
Ένα ανόητο φέρσιμο
κάποιας αρρωστημένης ευφυΐας.

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Un altro salto immortale

Δως μου το φως,το νερό και το χώμα
κι ασ' την πνοή να κρυφτεί μες στο σώμα.
Άραξε αχνά το κορμί σου στο νου μου
σβήσε ξανά τις κραυγές του κενού μου.

Γράφω στη γη μια ευχή με το χέρι,
χώμα, πουλί, μάνα Γη, ποιος να ξέρει;
Άστρο φτηνό, φθισικό, να τρεκλίζει,
μόνο σ' αυτό να το πω νιώθω αξίζει.

Πριν βουτηχτείς και καεί το κορμί σου
άσε βραχνά να ακουστεί η φωνή σου:
"Νιώθε απλά, δυνατά, σπείρε πάθος,
σαν την καρδιά που διψάει για το λάθος".

Αν ακουστεί δυνατά, θα το ντύσω
με όσο φως απ' την πτώση σου γδύσω.
Άστρο φτηνό, φθισικό, που τρεκλίζεις,
θα σαι νεκρό και για αυτό με θυμίζεις.

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

Ένοικοι

«Είναι άδικο!» φώναξε ο ένοικος από τον πάνω όροφο, ενώ εμείς από κάτω ετοιμάζαμε τις βαλίτσες για το τελευταίο ταξίδι. Η σπιτονοικοκυρά μάς άφησε με το στόμα ανοιχτό όταν η νύχτα δεν ήρθε και πάλι. Κοιταχτήκαμε στα μάτια κι ήταν ο πόθος μας ένας καθρέφτης που ψάχναμε τα κομμάτια του. Δυστυχισμένα όνειρα για δυστυχισμένους ανθρώπους. Κι όταν ρωτήσαμε τι κάνουν οι ευτυχισμένοι της ζωής, η γριά μας απάντησε πως μονάχα δεν ονειρεύονται...Έτσι, λοιπόν κι εμείς, κλείνοντας την πόρτα πίσω μας, αποφασίσαμε να δυστυχήσουμε. «Τι είναι ένας άνθρωπος χωρίς όνειρα;» ψιθυρίσαμε και κοιμηθήκαμε ευχαριστημένοι.

«Είναι άδικο!» φώναξε ο ένοικος από τον πάνω όροφο, ενώ εμείς από κάτω μόλις είχαμε αδειάσει τις βαλίτσες της επιστροφής.

Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

Αγάπες ξοφλημένες

Αγάπες ξοφλημένες με κερνούνε
κρασί που χει ποτίσει από τη στάχτη.
Με γνώριμες φωνές με χαιρετούνε,
ποντάρουν στης εξάρτησης τα λάθη.

Ακούμπησα την πλάτη μου στον τοίχο,
τις βλέπω να χορεύουν κάθε βράδυ.
Μα μάταια ζητώ αυτόν τον ήχο
που κάνει στα μαλλιά μου ένα σου χάδι.

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2012

Πετυχημένοι στα όνειρα

Κάποτε
ανταμώσαμε στα πρώτα μας όνειρα.
Μικρός εγώ, γριά εσύ.
Γέρος εγώ, μικρή εσύ.
Στις παλάμες κρατούσαμε
σκόνες αστερισμών,
σαν κόκκοι άμμου απαγορευμένης ακτής,
για τα επόμενα όνειρα.

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Μείνε λίγο

Πιάνω λίγο φως και τ' αφήνω στα μαλλιά σου
να φωτίσει απ' το δικό τους το χρυσό.
Πλένω τον αέρα σε αρώματα δικά σου
για να ανθίσουν σύννεφα στον ουρανό.

Μείνε λίγο,είναι η εικόνα σου πορφύρα
κι η καρδιά μου θρόνος που έμεινε γυμνός
Σκάλισέ μου δαχτυλιές γύρω απ'το μπράτσο
κι αν στο κύμα αφεθείς, θα γίνω αφρός

Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

Η μοίρα μου

Δε θα ιδώ άλλη χαρά,
έτσι μού είπες, Μοίρα
και βουρκωμένος, άθλιος,
το δρόμο μου επήρα.

Σα διάβαινα υπέφερα,
σερνόμουν πληγωμένος
κι ο αέρας, ένας τύραννος,
φυσούσε μανιασμένος

Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Χέρια της αγαπημένης μου

Χέρια, που σας εκράτησα μια νύχτα του Νοέμβρη
μέσα σε όρκους και ευχές κάτω από το φεγγάρι,
κάποιο απαλό σας άγγιγμα πίσω, ξανά, θα έρθει
να με γεμίσει ζεστασιά και πόνους να μού πάρει;

Χέρια, που σας εχάιδεψα με μι’ άπειρη αγάπη
και που σας γλυκοφίλησα σαν πρόσωπο Αγίου,
κάποιο καινούριο «χαίρε» σας στην αγκαλιά μου θα ‘ρθει
από το τζάμι βαγονιού ή απ’ το κατάρτι πλοίου;

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Κορνίζα

Σε ρωγμές από τζάμια φωλιάζει ο ήχος της αναπνοής μου, όταν μυρίζει χαρά.
Σε ρωγμές από τζάμια που έχει στεγνώσει η καλοκαιρινή μπόρα πάνω τους.
Σε ρωγμές από τζάμια γεμάτα τραβηγμένες δαχτυλιές και μισοσβησμένα, διάφανα ονόματα.
Σε ρωγμές από τζάμια που πάνω τους έχουνε μείνει ίχνη από την απουσία της φωνής μου.
Της φωνής σου.

Δευτέρα 7 Μαΐου 2012

Ο μυστικός μας δείπνος

Ονειρεύομαι τη γαλήνη.
Όχι τη γαλήνη του Θανάτου μου.
Εκείνη,
σα φθάσει ο καιρός, θα έρθει
με τη μεγαλοπρέπεια της
και τους πόνους της,
Θα με φιλήσει.
Ένας νέος Ιούδας.
Η Γεσθημανή μου σας χωράει όλους.
Σωτήρες, προδότες, φίλους και εχθρούς.

Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

Σιωπή

Όταν το μελάνι είναι πιο ακριβό από τις λέξεις σου, πες στο χέρι σου:
«Σιωπή».


Από τότε που άκουσε – ένας Θεός ξέρει πώς- ότι μπορεί μόνο του να κινήσει τον κόσμο, έφτιαξε δικιά του, καταδικιά του, προσωπική αναίδεια κι άρχισε να μουτζουρώνει τα χαρτιά. Ζήτησε υστεροφημία. Κάποια χέρια έχουν ταλέντο να ζωγραφίζουν τις πιο οριζόντιες λέξεις που υπάρχουν για να κοσμήσουν τον τοίχο του πιο στενοσήμαντου νοήματος.

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Το τηλέφωνο

Και τώρα, πια, τι καταλάβαμε,
φτωχή μου αγαπημένη;
Η αγάπη μας
ακόμα λυσσομανά με τους κέρβερους
των εγωισμών,
βυθίζεται και επιπλέει ακόμα
με τις φουρτούνες των άδικων στιγμών,
αγκομαχά γι’ άλλη μια φορά
με τις φωτιές-τι φρίκη!- του τέλους.
Τέλος.
Οριστικό;

Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

Έμπορος Ψυχών

Σφίγγω στη χούφτα μου τα γέλια που πουλάω
και σε σακούλες τα πετάω να ξεμουδιάζουν.
Στρέφονται βλέμματα στα μέρη που περνάω
κι όσα απάνω μου γαντζώνονται σπαράζουν.

Ντύνομαι πιο μοναχικά κι απ' τη σιωπή μου
φοράω κουρέλια από ζητιάνους που χουν σβήσει.
Σ' ένα καλάθι έχω πετάξει την ντροπή μου
κι όσες ψυχές τα σώματά τους έχουν φτύσει

Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Casino Θανάτου

Ακολουθώ τη σιωπή σου.
Δε ξέρω πού με πάει.
Θάνατο μυρίζω στην ατμόσφαιρα.
Θα πετάξουμε;
«Δεν έχεις φτερά» μού είπες.
Σού είπα πως αν ξέραμε μονάχα να κολυμπάμε,
ίσως δεν είχαμε ναυάγιο.
Η θάλασσα αμίλητη.

Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

Ανιαρό πρωινό ξημέρωσε

Ανιαρό πρωινό ξημέρωσε,
γκρίζα χρώματα στο δέρμα του ουρανού
κι ο ήχος από σταγόνες να μαχαιρώνει
λεπτά την ησυχία.

Ανιαρό πρωινό ξημέρωσε,
κι εγώ αφημένος
να αμφιβάλλω για το τώρα και το μετά.
Το πριν είναι βάρος που δεν λύνεται,
είναι χρυσός που δεν ξοδεύεται.

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Το φως του Μάρτη

Δε θ’ αγαπήσω άλλο φως σαν το δικό σου, Μάρτη!
Οι λεμονιές μυρίσανε και άσπρα άνθη κλαίνε.

Τη φτωχική ψυχούλα μου έλα και πέρα παρ’ την,
αφού δε ζω καμιά χαρά, τότε ας μού τη λένε

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Περασμένες Ώρες

Σε θυμάμαι θολά.
Άλλες φορές χάνω από το νου μου
το πρόσωπό σου, άλλες φορές τις γραμμές
του κορμιού σου.
Ο χρόνος είναι κάθετος και η μνήμη,
όπως και η καρδιά μου, δεν έχει πλέον
τις ίδιες αντοχές.

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

Πρωινό Κυριακής


Γύριζε ο κόσμος απ’ τις εκκλησιές,
μα εγώ, αγάπη μου, εσένανε ζητούσα.
Δε ξέρω για Θεούς, για προσευχές
κι αν είχα μια ζωή, για ‘σένα θα τη ζούσα.


Αγκαλιασμένοι όλοι και πιο χαρωποί
με ψίθυρους και γέλια κι όλο αγάπες
κι εμένα μού αρκούσε η μουσική,
που χόρευαν οι όμορφες, ναζιάρες γάτες

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

Χώματα

Οι σκέψεις που ματώνουνε το γέλιο μου
τα λόγια που τυλίγουν το κορμί σου
συνταξιδιώτες μου όλοι στην παράνοια
προσκυνητές στο χάος της ψυχής σου

Τραγούδια που τα βράδια ξάγρυπνα άφησαν
κραυγές που κολυμπάνε στα σκοτάδια
οι μυρωδιές που έσπρωχναν τα χάδια μου
σβήσανε και τα αφήσαν όλα άδεια

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Για το δικό σου σύμπαν

Έγινα φωτιά για τις δικές σου ψύχρες,
άνοιξα το στήθος μου να γείρεις το κεφάλι,
μάτωσα για τις απάνθρωπες σου πίκρες,
πόνεσα για να χαμογελάσεις πάλι,


σύντριψα τους πόθους μου για ‘σένα,
σταύρωσα το μέσα μου για να ‘σαι ευτυχισμένη,
έπεσα στα άδυτα να φθάσω τα φτερά σου,
τρόμαξα…για να σε δω απόψε σα μια ξένη;

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Κρασί

Ο ήχος απ' τα κέρματα που ρίχνει η ψυχή μου
στις τρύπες που μου άφησε το βλέμμα το στερνό
στοίχειωσε κάθε ήλιο που κοιμόταν στην αυλή μου
και ξύπνησε τα σύννεφα που μου φερναν νερό

Ακουμπισμένο στο όνομα μιας θύμησης
στα γόνατά του λύγιζε ένα σώμα αδειανό
και χάιδευε με ψίθυρους τα χέρια κάθε κοίμησης
που με γαλήνη σκέπαζε το αιμόφυρτο μυαλό

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Ο ζητιάνος της αυλής σου

Τρέμω σακάτης στην εικόνα σου μπροστά
και ζητιανεύω την πιο πρόχειρή σου αγάπη.
Θα ‘θελα να ‘μουν σαν εκείνα τα σκυλιά,
που σε κοιτάζουν δίχως να γυρεύουν κάτι.


Έχω στο στήθος μια ταλαίπωρη καρδιά,
που φτερουγίζει στης πνοής σου το τραγούδι
και μία λύπη, που δεν τη χωράω πια
κι όμως στη θέα σου φαντάζει σαν το χνούδι.

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

Παιδί που το ‘σκασε θυμίζει η χαρά μου…

Παιδί που το ‘σκασε θυμίζει η χαρά
κι όλα όσα ζήσαμε κοιμούνται στο σκοτάδι.
Πίσω απ’ τα μάτια σου η θλίψη χαιρετά,
σαν κόρη ολόλευκη που πλέει στο ποτάμι.


Σήκω και δώσε μου γι’ ακόμη μια φορά
κάτι απ’ τα μύχια φιλιά της ύπαρξης σου
και αν ο θάνατος ακόμα μάς κερνά,
λουλούδι θα ντυθώ της Κόλασής σου.

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Ένα λιβάδι όνειρα

Καθισμένη κάτω στο χώμα, είχε ακουμπήσει την πλάτη της πάνω σε έναν βράχο.Δεν της ήταν και πολύ άνετη αυτή η στάση, όμως πάντα ήθελε να το κάνει. Να αφήνεται στις αγκαλιές που ορθάνοιχτες αφήνει παντού για τα παιδιά της η μητέρα Φύση. Στα δυο της δάχτυλα κρατούσε ένα δροσερό γρασίδι.Με το νύχι του αντίχειρα άρχισε να το ξύνει διακριτικά στις πλευρές του.Αργά,διερευνητικά,σαν μια ιερή προσπάθεια να το εξομολογήσει, σκαλίζοντας την ψυχή του. Με κλειστά τα μάτια προσπαθούσε να νιώσει κάθε κίνηση του χεριού της, στιγμή στιγμή.

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

Το φως που λάμπει στα όνειρά σου

Πάλι σε βρίσκω μες στην πόρτα μου μπροστά
με δυσκολία να βαστάς τα γόνατά σου
και τα μαλλιά σου να χορεύουν στο βοριά.
Να ‘μαι, στ΄ αλήθεια, εγώ η χαρά σου;

Πάλι σε βρίσκω μες στην πόρτα μου μπροστά
μ’ ένα θανάσιμο μειδίαμα στα χείλη
και η ματιά σου να βουρκώνει ξαφνικά,
να στάζει πίκρα σαν ένα ξινό σταφύλι.

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

Ένα πρωινό στο σταθμό

Είναι οι κύριοι ντυμένοι
με το μαύρο τους παλτό
και στη στάση περιμένουν
κάποια να ‘ρθει απ’ το χωριό.


Τα καπέλα τους φορούνε
κι έχουν βλέμμα φωτεινό,
όσα έστεργαν να ζήσουν
μοιάζουν ψήγμα αληθινό.