Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

Η ιστορία ενός συγγραφέα (μέρος δ)

Πετάχτηκα πνιγμένος στην τρομάρα και στον ιδρώτα. Λαχάνιαζα από το φόβο. Ήμουν ζωντανός. Ήμουν μόνος. Ζαλιζόμουν, μα ήμουν ακόμα ζωντανός. Ανάσαινα. Κοίταξα γύρω μου. Βρισκόμουν στο κρεβάτι μου. Έξω είχε ήδη σκοτεινιάσει. Έβγαλα από τη τσέπη του γιλέκου μου το ρολόι μου. Ήταν πια εννιά το βράδυ. Κοιμόμουν σχεδόν οκτώ ώρες χωρίς να ξυπνήσω ούτε λεπτό. Θεέ μου, τι ανακούφιση ένιωσα! Ήταν απλά ένας εφιάλτης και τίποτε άλλο. Το γεγονός της πρωινής μου συνάντησης με την Σάλυ με είχε επηρεάσει τόσο πολύ που τάραξε ακόμα και τον ύπνο μου. Ανασηκώθηκα και βγήκα στο σαλόνι. Δεν ήταν κανείς. Δε μ’ επισκέφθηκε κανένας. Οι καρέκλες στη θέση τους, ο δίσκος το ίδιο. Όλα όπως τα είχα αφήσει το πρωί. Ήταν απλά ένα κακό όνειρο.

Εκείνη τη στιγμή είχα όσο ποτέ άλλοτε την ανάγκη να επικοινωνήσω με κάποιον, να ξεχαστώ λιγάκι. Κατ’ ευθείαν σκέφτηκα τον Μαρίς.
 Ο φίλος μου ήταν κι αυτός συγγραφέας και κάναμε καλή παρέα. Τον γνώρισα σε μια διάλεξη που είχε γίνει στην κεντρική βιβλιοθήκη της πόλης για τα συγγράμματα και τους δημιουργούς τους. Κάθισα τότε δίπλα του και από μια απλή συζήτηση ξεκίνησε μια δυνατή και αληθινή φιλία. Όποτε ο ένας είχε κάποια ανάγκη έσπευδε αμέσως στον άλλο και αντίστροφα. Είχαμε δεθεί και παρ’ όλο το γεγονός ότι είχε ρίζες από τη Γαλλία ταιριάζαμε πολύ και στα «πιστεύω» μας αλλά και στην κουλτούρα. Βρισκόμασταν αρκετά συχνά, πότε στο σπίτι του ενός και πότε στου άλλου ή καμιά φορά και έξω σε κάποιο εστιατόριο για φαγητό και καλό κρασί. Δεν είχαμε πολλούς φίλους κι αυτό μας ένωνε ακόμα περισσότερο. Έτσι, λοιπόν, αποφάσισα να τον επισκεφθώ και να του μιλήσω για τις εμπειρίες μου εκείνη την ημέρα.

Έμενε δυο συνοικίες πιο πάνω από τη γειτονιά μου. Ήταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από ‘μένα γι’ αυτό και το σπίτι του άνηκε σε πιο ανεπτυγμένη περιοχή. Δεν άργησα να φθάσω και χτύπησα την πόρτα του. Μου άνοιξε η υπηρέτριά του, η Μάγδα -μια γριά που του συγύριζε το σπίτι και του μαγείρευε- και με ανήγγειλε στον Μαρίς. Με περίμενε και ακούστηκε η φωνή του μέχρι έξω.
-Ω, αγαπητέ μου, καλώς ήρθες! Έλα κάθισε δίπλα στο τζάκι να ζεσταθείς. Αγρίεψε πάλι ο καιρός. Κρασάκι; Μού το έφερε ένας φίλος από το Παρίσι, είναι πολύ καλό.
Και μού σέρβιρε ο ίδιος ένα ποτήρι κατακόκκινο, γλυκό κρασί. Το ήπια μονορούφι και αμέσως μπήκα στο θέμα και στο λόγο της επίσκεψής μου. 
-Μαρίς, χάνομαι! Βοήθησε με!
-Τι έχεις φίλε μου; Έγινε κάτι με το έργο σου και τον εκδότη;
-Όχι, Μαρίς, καμία σχέση. Δεν είναι η δουλειά…να, είναι όλη αυτή η αναστάτωση με το χωρισμό μου και την Σάλυ.

Και αμέσως του εξιστόρησα τα πάντα. Άκουγε σκεφτικός και πολλές φορές οι μορφασμοί του φανέρωναν την έκπληξη του για όσα συνέβησαν. Χάιδευε με νευρικότητα τα γέννια του και προσπαθούσε να καταλάβει κάθε μου λέξη. Η ιστορία μου τον είχε συνεπάρει. Μάλιστα σηκώθηκε κάποια στιγμή και έκανε βόλτες γύρω από το γραφείο του. Ψηλός, γεροδεμένος, με απεριποίητα καστανά μαλλιά και γέννια, με ένα διαπεραστικό βλέμμα πάντα, στεκόταν μπροστά μου στο τέλος της διήγησής μου σα φάντασμα.
-Ω, φίλε μου, πόσο δύσκολα θα πέρασες…μπορώ να σε καταλάβω λιγάκι. Όλη αυτή η ταλαιπωρία με το διαζύγιο σε έχει επηρεάσει. Πρέπει να ηρεμήσεις.

Με αυτά τα λόγια ήρθε και κάθισε ακριβώς απέναντί μου και με κοίταξε βαθιά στα μάτια. Κάτι σοβαρό, φαίνεται, είχε σκοπό να μού πει.
-Πες μου κάτι, αδερφέ μου…την αγαπάς ακόμα;
-…
-Ε, φίλε μου; Ακόμα τόσο πολύ;
-…Ναι, Μαρίς, πόσο την αγαπάω! Ξέρω ότι εξ’ αιτίας μου έφυγε μα…υπάρχουν βράδια που δε βγαίνει από τη σκέψη μου. Νιώθω την αγάπη να πλημμυρίζει και να ξεχειλίζει την καρδιά μου σαν την πρώτη φορά που την γνώρισα. Την λατρεύω, Μαρίς. Την λατρεύω και μού λείπει…

Δεν άντεξα εκείνη τη στιγμή και ξέσπασα σε λυγμούς. Θυμάμαι, μονάχα, τον Μαρίς να με χτυπάει φιλικά στην πλάτη και να μου προσφέρει άλλο ένα ποτηράκι κρασί. Το ήπια και αυτό με τη μία και σηκώθηκα. Ήμουν πολύ συγχυσμένος εκείνο το βράδυ. Δεν είχα άλλες αντοχές και είδα πώς το να ξανασκαλίζω τα ίδια και τα ίδια μού έκανε περισσότερο κακό. Καληνύχτισα το φίλο μου και έφυγα.

Έφθασα στη γέφυρα που χώριζε την παλιά πόλη από τη νέα. Λίγα βήματα πιο πέρα ξεκινούσε ο δρόμος με τα αρωματοπωλεία, εκεί που συνάντησα την Σάλυ το πρωί. Η βραδιά ήταν γλυκιά και ανάλαφρη παρ’ όλο τον κρύο βοριά που ερχόταν από τα βουνά και έφθανε τσουχτερός στο δέρμα. Ο ουρανός, τα κλειστά σπίτια, οι νεκροί πια δρόμοι, τα εργαστήρια αρώματος, όλα βυθίζονταν στη γαλήνη και στην ησυχία. Ακόμα και τα φανάρια στους δρόμους έμοιαζαν σα να χαμήλωναν το φως τους, για να μην ενοχλήσουν την απόλυτη και συνάμα διακριτική κυριαρχία της νύχτας. Το φεγγάρι, σχεδόν ολόγιομο, καθρεφτιζόταν στο ποτάμι σα να το ζωγράφισε ο ίδιος ο Ντα Βίντσι ή σα να το σμίλεψε εκεί περίτεχνα ο Ελ Γκρέκο. Όλα όμορφα και τόσο ήσυχα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου