Χέρια, που σας εκράτησα μια νύχτα του Νοέμβρη
μέσα σε όρκους και ευχές κάτω από το φεγγάρι,
κάποιο απαλό σας άγγιγμα πίσω, ξανά, θα έρθει
να με γεμίσει ζεστασιά και πόνους να μού πάρει;
Χέρια, που σας εχάιδεψα με μι’ άπειρη αγάπη
και που σας γλυκοφίλησα σαν πρόσωπο Αγίου,
κάποιο καινούριο «χαίρε» σας στην αγκαλιά μου θα ‘ρθει
από το τζάμι βαγονιού ή απ’ το κατάρτι πλοίου;