Είχαν φθάσει στη δύση του έρωτά τους. Τώρα γαλήνια είχαν παραδοθεί στην αγκαλιά του Ύπνου. Είχαν απαλλαγεί από κάθε βάρος, από κάθε ύπουλο ύφαλο…μόνο τα σεντόνια κυλούσαν βελούδινα απάνω τους, για να μη χάσουν τη ζεστασιά του τελευταίου ταγκό, του στερνού φιλιού…κι ήταν μόλις δύο και τέταρτο το χάραμα.
Ανασηκώθηκε λίγο στη θέση του με «αόρατες» κινήσεις για να μη ξυπνήσει το ταίρι του. Την κοιτούσε συνέχεια, τα μάτια του δεν ακολουθούσαν άλλο δρόμο πέρα από το μονοπατάκι, που οδηγούσε στο περιβόλι της αγαπημένης του. Τα πάντα πάνω της τον μαγνήτιζαν…τα μεταξένια μαλλιά της, τα
κλειστά της μάτια που ονειρεύονταν, τα φουσκωμένα χείλη, το στήθος της…πόσα είχε ακουμπήσει
Ανασηκώθηκε λίγο στη θέση του με «αόρατες» κινήσεις για να μη ξυπνήσει το ταίρι του. Την κοιτούσε συνέχεια, τα μάτια του δεν ακολουθούσαν άλλο δρόμο πέρα από το μονοπατάκι, που οδηγούσε στο περιβόλι της αγαπημένης του. Τα πάντα πάνω της τον μαγνήτιζαν…τα μεταξένια μαλλιά της, τα
κλειστά της μάτια που ονειρεύονταν, τα φουσκωμένα χείλη, το στήθος της…πόσα είχε ακουμπήσει