Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Νύχτα

Το λιγοστό φως του κεριού σιγοψυθίριζε τα τελευταία του λόγια στη σιωπή.Η φλόγα του έκανε την τελευταία της στροφή κι έπειτα ξάπλωσε σα νυσταγμένο μωρό πάνω στο υγρό φυτίλι. Η σιωπή έβγαλε ένα αναστεναγμό και έτρεξε ανέκφραστη ψηλά στον ουρανό. Η εχεμύθεια την είχε εγκαταλείψει εδώ και καιρό,από τότε που οι άνθρωποι άρχισαν να κοιτάζονται στα μάτια,κι έτσι διώχνοντας και τους τελευταίους δισταγμούς που είχαν γατζωθεί πάνω της μοιράστηκε το μυστικό του κεριού με τη νύχτα, με τον άνεμο , με τα αστέρια...

Όσο περίεργο κι αν φαίνεται,εκείνος δε ζήτησε ποτέ να μάθει το μυστικό του κεριού.Ήταν άλλωστε ένα παιχνίδι που παιζόταν κάθε βράδυ και το αγαπούσε.Όπως ήταν.Έριξε μια κενή ματιά στο πτώμα του κεριού και με απαλές κινήσεις το ακούμπησε με προσοχή στο ντουλάπι,ακριβώς δίπλα στο ημερολόγιό του.Αύριο πάλι η φλόγα του θα χορέψει ξανά στον ρυθμό που θα προστάξει η βραδυνή δροσιά...

Εβρεξε λίγο το πρόσωπό του και άφησε τις σταγόνες να στάζουν καθώς κοιτούσε τον εαυτό του στον καθρέφτη.Μπορεί τα φώτα να ήταν κλειστά,όμως μια παρέα από παιχνιδιάρες αχτίδες έφυγαν από το φεγγάρι,γλίστρυσαν μέσα από τη χαραμάδα στο πατζούρι και άρχισαν το κυνηγητό στον καθρέφτη του.Το μόνο που μπορούσε να διακρίνει αμυδρά ήταν η ματιά του.Ένιωσε ότι γνώριζε για άλλη μια φορά τον εαυτό του.Για αυτό κι έφυγε.Ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με τους αγνώστους....

Το σπίτι έμοιαζε τόσο μικρό και στενάχωρο που κάποια στιγμή πίστεψε πως έκανε βόλτες μέσα στην καρδιά του.Κάθε του βήμα και άλλος ένα χτύπος της.Κάποια στιγμή φοβήθηκε πως άμα σταματήσει να περπατάει, θα σταματήσει κι εκείνη. Η σκέψη της ήταν για ακόμα μία φορά πιστή στο ραντεβού της και ο νους του είχε παραλύσει από την παρουσία της. Xάζευε μία φωτογραφία της που είχε καταφέρει να ξεκλέψει και την κοιτούσε σαν να ήταν η πρώτη του φορά.Το γλυκό της χαμόγελο ήταν ο θησαυρός του,ενώ η ματιά της ένιωθε να του παραλύει τα μέλη.Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει πιο αργά.Πονούσε...

Τέντωσε το χέρι του και ακούμπησε το τηλέφωνο.Ίσως αυτό το βράδυ να κατάφερνε να πείσει τον εαυτό του.Ήξερε όμως πως δεν θα το κανε.Φοβόταν.Φοβόταν μήπως την αγαπούσε πολύ.Το άφησε για αργότερα.Μια μέρα αργότερα,μια εβδομάδα αργότερα,μερικούς μήνες αργότερα,μερικές ζωές πιο πέρα.Κάποιος του είχε πει ότι αυτό ήταν το καλύτερο.Δεν ήταν σίγουρος αν όντως του το είπανε ή ήταν άλλη μία φωνή στο κεφάλι του.Μέσα του,έβαλε τα κλάμματα από τον πόνο.Έξω του,σηκώθηκε από την καρέκλα του και ξάπλωσε σιωπηλός στο κρεβάτι του.Έκλεισε τα μάτια του και περίμενε.Ίσως το αργότερα να έρθει αύριο...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου