Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

Η ιστορία ενός συγγραφέα (μέρος γ)

Γύρισα σπίτι εξουθενωμένος σωματικά και ψυχικά. Ένιωθα μέσα μου μια αβάσταχτη κούραση που, χωρίς άλλες σκέψεις, με οδήγησε στην κάμαρά μου και σ’ έναν ανήσυχο ύπνο. Το μόνο που θυμάμαι είναι πως έπεσα στο κρεβάτι με τα ρούχα και τα παπούτσια μου χωρίς καν να ξεπλυθώ και να φάω. Τίποτε άλλο δεν υπάρχει στη μνήμη μου, ούτε τι σκεφτόμουν και έκανα στο δρόμο της επιστροφής, ούτε το πώς γύρισα. Φαίνεται πως είχα τόσο μεγάλη ένταση από την αναζήτηση της γυναίκας μου, που θάμπωσε όλο το τοπίο των αναμνήσεων μου.

Θα πρέπει να κοιμήθηκα δύο ίσως και τρεις ώρες. Όταν ξύπνησα ήταν ήδη απόγευμα. Όπως ήταν φυσικό δεν είχα τις δυνάμεις ούτε και το μυαλό για να εργαστώ έπειτα από αυτό το περιστατικό του πρωινού. Αισθάνθηκα πως έπρεπε να μιλήσω σε κάποιον. Είχα την ανάγκη μιας καλής συντροφιάς. Σηκώθηκα γρήγορα, έβρεξα με πολύ νερό το πρόσωπο μου και κίνησα να πάω στο σπίτι του φίλου μου του Μαρίς, που ήξερε τα πάντα για μένα και θα με ηρεμούσε με την κουβέντα και την παρέα του. Μα μόλις άνοιξα την πόρτα να βγω έξω, μπροστά μου, πίσω από την πόρτα μου, στεκόταν ήδη, ποιος λέτε; Η ίδια η Σάλυ!

Τα έχασα εντελώς. Για μια στιγμή νόμιζα πως ήταν μια παραίσθηση που πήγαζε από την υπερένταση της ημέρας και πως ήταν ψεύτικη όλη αυτή η σκηνή. Μεμιάς, όμως, όλες οι αμφιβολίες μου διαλύθηκαν. Ναι, ήταν η σιλουέτα της συζύγου μου, πραγματικά, που έστεκε σαν αρχαίο άγαλμα μπροστά μου και δεν ήταν μια απλή παραίσθηση. Βρήκα το λογικό μου και αμέσως την κάλεσα να έρθει μέσα εμφανώς ξαφνιασμένος, κάτι που κατάλαβε και η ίδια η επισκέπτριά μου.
-Ενοχλώ; Ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.
-Όχι, Σάλυ, κάθισε.
Και γρήγορα πήρα μια καρέκλα και της την πρόσφερα.
Η Σάλυ μου. Ω, Θεέ μου, πόσο όμορφη ήταν. Δεν είχε αλλάξει καθόλου. Ήταν ντυμένη έτσι, όπως την είδα το πρωί, με το καπέλο της και το φουστανάκι της. Κρατούσε στα χέρια της τη τσάντα της και τα μικρά, λεπτούλια δάχτυλα της έπαιζαν αμήχανα και νευρικά με το λουράκι. Την κοιτούσα αχόρταγα. Μού είχε λείψει κι ας μην το παραδεχόμουν τόσο καιρό. Τα ματάκια της τα κρατούσε χαμηλά και διέκρινα μια μικρή ντροπή στο ύφος της. Μάλλον τη σκεφτόταν μέρες αυτή την επίσκεψη και πάλευε μέσα της.
-Θέλεις λίγο τσάι;
Προσπάθησα να σπάσω τη σιωπή και την αμηχανία μας.
-Σ’ ευχαριστώ, μα είμαι βιαστική. Ήθελα μονάχα να δω αν είσαι καλά.
-…Και;…Τι βλέπεις;
-…

Έσκυψε το κεφαλάκι της και δε μού αποκρίθηκε. Σηκώθηκα να φέρω τουλάχιστον λίγο νερό όπως το απαιτούσε το τυπικό της φιλοξενίας. Μα έτσι όπως στάθηκα από πάνω της, είδα μια μεγάλη πληγή στο σβέρκο της, μια μεγάλη μελανή γραμμή που διέτρεχε εκείνο το σημείο στο δέρμα της. Παραξενεύτηκα μα δεν έδωσα άλλη σημασία. Σίγουρα θα χτύπησε κάπου ή ίσως να της άφηνε αυτό το σημάδι η τσάντα που κρεμούσε γύρω από το λαιμό της. Επέστρεψα χωρίς καθυστέρηση με ένα δίσκο και ένα ποτήρι νερό. Η Σάλυ είχε σηκώσει πια το βλέμμα της και δεν το έπαιρνε από πάνω μου. Με κοιτούσε επίμονα, χωρίς ντροπή, αλλά με μια φλόγα στα μάτια της σαν οργή. Τα χέρια της έτρεμαν, πάντα ανάμεσα από το λουράκι της τσάντας, αλλά αυτή τη φορά όχι από αμηχανία, μα από ένταση και ένα αίσθημα νευρικότητας και θυμού. Την πλησίασα.
-Ορίστε, Σάλυ μου, πιες λίγο νερό…μα τι κάνεις;;;!!! Τι έπαθες;;;!!!
Φώναξα έξαλλος και έκπληκτος.
Η Σάλυ, μόλις πήγα να ακουμπήσω το δίσκο στο τραπεζάκι, τον έσπρωξε με τη γροθιά της και έχυσε όλο το νερό πάνω μου.
-Σάλυ μου, τι σ’ έπιασε;
-«Σάλυ μου»;;; «Σάλυ μου»;;;…
Ψέλλισε θυμωμένη μέσα από τα δόντια της.
-«Σάλυ μου»;;; «Σάλυ μου»;;; Με κατέστρεψες! Με έκαψες! Καίγομαι, το ξέρεις;! Καίγομαι!!!

Έτρεμε ολόκληρη από οργή. Οργή και μίσος. Ναι, αυτά τα δύο αισθήματα τής είχαν κυριεύσει την καρδιά. Με μισούσε που την άφησα και της γκρέμισα όλα τα όνειρα. Τα μάτια της άστραφταν από το θυμό. Έτριζε τα δόντια της και έλεγε συνέχεια «Καίγομαι, καίγομαι!»…Με πλησίαζε λέγοντας αυτά τα λόγια και με κοιτούσε επίμονα με απέραντο μίσος. Πλησίαζε απειλητικά. Εγώ, φαίνεται, τρόμαξα με αυτή την αλλαγή της συμπεριφοράς της και άφωνος έκανα βήματα προς τα πίσω, όσο ερχόταν προς το μέρος μου, μα κάπου σκόνταψα και έπεσα κάτω. Ήρθε από πάνω μου. «Καίγομαι, καίγομαι!» ψέλλιζε μέσα απ’ τα δόντια της. Δεν άντεχα άλλο. Με είχε τρομοκρατήσει. Σίγουρα είχε χάσει τα λογικά της μετά το διαζύγιό μας και έκανε τρέλες. Ήταν ικανή να με σκοτώσει. Προσπάθησα να καλέσω βοήθεια, να φωνάξω, μα μάταια. Η φωνή μου είχε κοπεί, δεν έβγαινε. Ξαναδοκίμασα, τίποτα! Δεν άντεχα όλη αυτή τη φρίκη. Ίδρωσα. Λούστηκα κυριολεκτικά στον ιδρώτα. Γύριζα το κεφάλι μου δεξιά-αριστερά να μην ακούω τη φωνή της που έλεγε πως καιγόταν, να αντισταθώ κάπως. Είχα παραλύσει από το φόβο. Έβαλα όλα τα δυνατά μου να σηκωθώ και να φωνάξω και ξαφνικά…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου