Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

Σιωπή

Όταν το μελάνι είναι πιο ακριβό από τις λέξεις σου, πες στο χέρι σου:
«Σιωπή».


Από τότε που άκουσε – ένας Θεός ξέρει πώς- ότι μπορεί μόνο του να κινήσει τον κόσμο, έφτιαξε δικιά του, καταδικιά του, προσωπική αναίδεια κι άρχισε να μουτζουρώνει τα χαρτιά. Ζήτησε υστεροφημία. Κάποια χέρια έχουν ταλέντο να ζωγραφίζουν τις πιο οριζόντιες λέξεις που υπάρχουν για να κοσμήσουν τον τοίχο του πιο στενοσήμαντου νοήματος.


 «Σιωπή»,φώναξα. Πήρα δυο μυτιές οξυγόνου και συνέχισα.


Κάποιες φορές, μπορεί και παραπάνω, έπιασα τον εαυτό μου να ζηλεύει. Ζηλεύω τα σοφά χέρια. Εκείνα που ξέρουν πότε να πετάξουν το μολύβι δυνατά στον τοίχο για να σπάσει, εκείνα που ξέρουν πότε να μπουν μπροστά στο στόμα σου και να το φράξουν αεροστεγώς, εκείνα που ξέρουν πώς να πιάσουν το λουλούδι κι από ποιο πέταλο να αρχίσουν.

Τα δικά μου χέρια είναι ανώριμα. Δεν χρειάζεται να τους μιλήσεις. Το φωνάζουν μόνα τους. Δεν ξέρουν να πιάνουν τα λουλούδια, παρά μετρούν τα δάχτυλά τους.

«Μ’ αγαπάς;», «Δεν μ’ αγαπάς;», «Μ’ αγαπάς;», «Δεν μ’ αγαπάς;», «Μ’ αγαπάς;».

Από όπου κι αν αρχίσουν κι όπου κι αν φτάσουν, πάντα μένουν με την απορία.


«Σιωπή»


Κρατάνε ακόμα σφιχτά το στυλό.


«Σιωπή»…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου