Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

Η ιστορία ενός συγγραφέα (μέρος α)

Είχαν μόλις περάσει δυο εβδομάδες από τότε που χώρισα με τη γυναίκα μου και απόμεινα μόνος στο σπίτι. Η καθημερινότητα μου είχε αλλάξει και είχε γίνει όπως και πρώτα, δηλαδή όπως ήταν μέχρι πριν από ενάμιση χρόνο, όπου ακόμα δεν είχα παντρευτεί την Σάλυ και ζούσα τις τελευταίες στιγμές της εργένικης ζωής μου. Μόνος στο σπίτι, χωρίς συντροφιά και επικοινωνία, κλεισμένος μέσα στους τέσσερις τοίχους, προσπαθούσα να συνεχίσω να ζω σα να μη συνέβη τίποτα και να αφοσιωθώ στη συγγραφή του επόμενου μυθιστορήματός μου –είχα ήδη εκδώσει άλλα δύο, που είχαν κερδίσει καλές κριτικές και μεγάλη απήχηση στο αναγνωστικό κοινό. Στον κύκλο των ποιητών και των διανοούμενων θεωρούμουν ένα από τα ανερχόμενα ταλέντα και οι περισσότεροι με σέβονταν και με εκτιμούσαν. Επομένως, μετά από όλη αυτήν την περιπέτεια της προσωπικής μου ζωής, άρχισα να δουλεύω για να διατηρήσω το καλό μου όνομα.

Ο αποχωρισμός μου με τη σύζυγό μου δε στοίχισε όσο θα περίμενα και είδα τον εαυτό μου με ευχάριστη έκπληξη να συνέρχεται γρήγορα και να έχει πάλι τη διάθεση να γίνει δημιουργικός. Αγαπούσα πολύ την Σάλυ αλλά όσο περνούσε ο καιρός και βιώναμε τον έγγαμο βίο, μέσα μου φούντωνε όλο και πιο πολύ η διάθεση να μείνω μόνος, χωρίς ευθύνες και έννοιες  και να αφιερωθώ αποκλειστικά στη συγγραφή. Τη θέση της αγάπης μου σιγά-σιγά έπαιρνε ένα ακαθόριστο συναίσθημα κούρασης, πίεσης, μπορώ να πω ακόμα και μίσους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που εγώ κι η Σάλυ κοντραριζόμασταν με μεγάλη ένταση και στο τέλος κάθε διαπληκτισμού μαζί της μέσα μου έβραζε το αίμα μου και παραφερόμουν. Όμως σε όλα αυτά τα μαλώματα η γλυκιά μου Σάλυ πολύ σπάνια έφταιγε. Οι περισσότεροι τσακωμοί προέρχονταν από τη μεριά μου και από την οξύθυμη πτυχή του χαρακτήρα μου, η οποία εμφανιζόταν κάθε φορά που ένιωθα την ανάγκη της μοναξιάς μου. Στις αρχές του γάμου μας η σύζυγος μου υπέμεινε όλη τη νευρικότητά μου με γαλήνη και συγκατάβαση και ενδιαφέρον, πολλές φορές, για τη δική μου ηρεμία. Παρά ταύτα, όπως ήταν φυσικό κι η Σάλυ άρχιζε σιγά-σιγά να οργίζεται και αντί να με καλμάρει, ενίσχυε την έντασή μου. Κι αυτή η ιστορία συνεχίστηκε ώσπου ένα δειλινό χωρίσαμε για πάντα. 

Ξεκίνησα, λοιπόν, να ζω όπως παλιά σα μην υπήρχε εκείνη στη ζωή μου. Λες κι αυτό το χρονικό διάστημα μαζί της  δεν υπήρξε ποτέ. Κάθε πρωί –ξυπνούσα συνήθως κατά τις εφτά- ετοιμαζόμουν να κάνω την πρωινή μου βόλτα και να καταλήξω σε ένα κατάστημα, όπου εκεί πάντα έπαιρνα το πρωινό μου. Λίγο ζεστό τσάι, δυο φρυγανιές  και ένα κουλούρι ήταν αρκετά για να με χορτάσουν. Εκεί, πολλές φορές, δούλευα κιόλας την πλοκή των μυθιστορημάτων μου και μού άρεσε συχνά να «κλέβω» ιδέες από τους ανθρώπους που παρατηρούσα στο μαγαζί. Έπειτα επέστρεφα κατά το μεσημεράκι στο σπίτι και συνέχιζα στο γραφείο μου την εργασία. Τώρα που όλα τα φέρνω στη μνήμη μου ξανά, πρέπει να σας ομολογήσω πως δεν ήταν λίγες οι φορές που απορροφημένος όπως ήμουν συνέγραφα μέχρι τα ξημερώματα. Θυμάμαι αρκετά πρωινά να με βρίσκει ο ήλιος πάνω στο γραφείο μου ριγμένο και να γράφω, να γράφω, χωρίς διακοπή. Μού άρεσε όλη αυτή η διαδικασία της πλοκής και του γραψίματος. Ήταν η ζωή μου.

Μετά το χωρισμό μου –περίπου δυο εβδομάδες μετά όπως σας είπα- ένα πρωινό ετοιμάστηκα να πάω στο στέκι μου. Πήρα όσες φυλλάδες και πένες χρειαζόμουν και κίνησα να πάω. Προχωρούσα και σε όλη τη διαδρομή πάλευα να «πιαστώ» από κάτι που θα μού έδινε μια αφορμή για να συνεχίσω το βιβλίο μου. Η ημέρα, αν και χειμωνιάτικη και παγερή, ήταν πολύ όμορφη. Ο ήλιος κυριαρχούσε στον ουρανό και οι αχτίνες του έδιναν μια τρυφερή παρηγοριά  στα παγωμένα κορμιά των περαστικών. Το περπάτημα γινόταν πολύ ευχάριστο κάτω από τέτοιες συνθήκες. Μάλιστα, περιόριζα το βήμα μου για να το απολαύσω όσο περισσότερο μπορούσα. Παρατηρούσα γύρω μου το τοπίο, τα ψηλά κτίρια και τα καταστήματα, τους διαβάτες που άλλοι πήγαιναν βιαστικά κι άλλοι πιο ανιαρά, τις κυρίες που κοντοστέκονταν στις βιτρίνες των μαγαζιών, κάποια παιδιά που έτρεχαν –ή προσπαθούσαν να τρέξουν- μέσα στο πλήθος που πηγαινοερχόταν. Που και που στις γωνίες των οικοδομών το μάτι μου έπεφτε στους ζητιάνους και στους αγύρτες, που περίμεναν το έλεος των ανθρώπων με τη συντροφιά καμιά φορά ενός γέρικου σκύλου ή μιας πεινασμένης, βρώμικης γάτας. Ήταν και αυτοί, όπως καταλαβαίνετε, μια πινελιά στον καμβά αυτής της καθημερινότητας.

Συνέχιζα ευδιάθετος, σχεδόν ευτυχισμένος, την πορεία μου. Η πόλη είχε ξυπνήσει και οι κάτοικοί της ήταν από το πρωί στο πόδι. Έμποροι, ψαράδες, μανάβηδες, μικροπωλητές, τεχνίτες, χτίστες, όλων των επαγγελμάτων οι εκπρόσωποι άνοιγαν τα μαγαζιά τους ή ξεχύνονταν στους δρόμους για να κερδίσουν το ψωμί τους. Κι ο καιρός συνωμοτούσε σε αυτό, διότι από νωρίς ο κόσμος βρισκόταν έξω κάνοντας την πρωινή βόλτα του με διάθεση στο γλυκό φως της αυγής. Ήμουν μόλις λίγα βήματα πριν περάσω από το σημείο εκείνο, όπου άρχιζαν να δεσπόζουν δεξιά κι αριστερά τα αρωματοπωλεία, όταν στο βάθος διέκρινα μπροστά από μια βιτρίνα μια γυναικεία φιγούρα που φάνταζε γνωστή μου. Μέσα μου η καρδιά μου σκίρτησε. Άρχισε να με διατρέχει μια παράξενη αγωνία. Να με γεμίζει ένα βάρος σα να με πλακώνει. Αυτή η γυναίκα κέντριζε τόσο έντονα το ενδιαφέρον μου. Σαν κάτι να με καλούσε κοντά της. Σα να ήταν αυτή ένας δυνατός μαγνήτης κι εγώ μια μικρή καρφίτσα, που χωρίς αντίσταση ελκύεται προς το μέρος του. Ένα αλλόκοτο αίσθημα κυρίευσε τη ψυχή μου και όλη αυτή η γαλήνη και η ευχαρίστηση, που με πλημμύριζαν πριν λίγο, χάθηκαν μεμιάς.

Γρήγορα όμως συνήλθα. Σταμάτησε ξαφνικά η ταραχή μου και άρχισα να βρίσκω τον εαυτό μου. Καθώς κυλούσαν τα δευτερόλεπτα συνειδητοποιούσα όλο και περισσότερο τι μού συνέβη και γιατί ταράχτηκα τόσο. Κοίταξα πάλι προς το μέρος της βιτρίνας και είδα πως η κυρία εξακολουθούσε να στέκεται εκεί με την πλάτη της γυρισμένη σε μένα. Την παρατήρησα για λίγη ώρα και αμέσως κατάλαβα τα πάντα. Βέβαια, αισθάνθηκα πάλι μέσα μου κάτι περίεργο, κάτι το μελαγχολικό, ωστόσο ήξερα πλέον τι γινόταν. Η γυναίκα είχε τα ίδια σχεδόν χαρακτηριστικά με αυτά της Σάλυ. Το ανάστημά της, τα καστανόξανθα μαλλιά της, το γούστο της και αυτό το μικρό μπλε καπέλο πάνω στο όμορφα σμιλευμένο κεφαλάκι της. Όλα τόσο οικεία και γνωστά μου. Τόσο ίδια. Για μια στιγμή πίστεψα πως ήταν η ίδια η πρώην σύζυγος μου, μα έδιωξα αυτή την εικασία γρήγορα από το μυαλό μου. Δε μπορούσε να ήταν η Σάλυ. Όμως πλησιάζοντάς την –παρ’ όλο που συνήλθα δεν έχασα αυτήν την έλξη που ένιωσα όταν την πρωτοείδα- το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε ένα χαρακτηριστικό που βεβαίωνε περίτρανα πως εκείνη η γυναικεία φιγούρα ήταν της ίδιας της Σάλυ: το φόρεμά της. Ναι, το γνώριζα πολύ καλά αυτό το φόρεμα, γιατί εγώ ο ίδιος της το είχα πάρει δώρο την ημέρα των γενεθλίων της. Το είχα παραγγείλει, δυο μήνες πριν, από το μεγαλύτερο και πιο ακριβό ράφτη της χώρας. Ήθελα κάτι το ξεχωριστό να της δωρίσω εκείνη την ημέρα, κάτι που να είναι τόσο δικό της και δικό μου. Το αναγνώριζα, λοιπόν, πολύ καλά αυτό το φόρεμα. Θα μπορούσα να το διακρίνω ανάμεσα σε χιλιάδες φορέματα του ίδιου περίπου γούστου. Ναι, λοιπόν, ήταν η Σάλυ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου