Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

Ένα Ζευγάρι Αστέρια

Είναι κάποια βράδια που η σιωπή μοιάζει με ένα μεγάλο σεντόνι, πότε βαρύ και πότε ανεπαίσθητο. Ένα σεντόνι που απλώνεται σκεπάζοντας αυτό το κενό που χωρίζει τη γη από τον ουρανό. Ένα τέτοιο βράδυ, που μόνο ο ήχος του αέρα έβρισκε διαφυγή στις ζάρες της σιωπής, ο Γιώργος περπάταγε στην παραλία. Τα ξυπόλητα πόδια του βούλιαζαν μέσα στην υγρή άμμο, αποφεύγοντας με ελαφριά, ατημέλητη προσοχή τις πέτρες που απειλούσαν κάθε επόμενο βήμα.

Ο Γιώργος κοίταξε ψηλά στον ουρανό. Τα αστέρια ήταν ιδιαίτερα νωχελικά σήμερα. Κανένα δεν έπεφτε. Ο Γιώργος ευχήθηκε στα αστέρια να πέσουν. Όσα θέλουν. Αλλά όχι ένα. Κι έπεσαν δύο. Έπεσαν μπροστά στα πόδια του. Και δεν έσβησαν. Ο Γιώργος χάρηκε, γιατί τα αστέρια τού θύμισαν ένα ζευγάρι μάτια που αγαπούσε και του άρεσε να ταξιδεύει μαζί τους. Γι' αυτό ο Γιώργος άρχισε να σκάβει με τα χέρια του τις πέτρες για να φτιάξει μια βάρκα κι ένα κουπί. Τα χέρια του δεν μάτωσαν. Αντίθετα, του φάνηκε τόσο εύκολο όλο αυτό που έμοιαζε σαν να τον παρότρυναν τα ίδια τα αστέρια. Όταν τέλειωσε, ο Γιώργος έσπρωξε τη βάρκα στη θάλασσα, όσο χρειαζόταν για να μην την κλέψουν τα κύματα κι ανέβηκε πάνω της παρέα με το κουπί. Ο Γιώργος έδωσε ένα απαλό χτύπημα στο χώμα με το κουπί και ξεκίνησε το ταξίδι του.

Ο αέρας συνέχισε να ξεγλιστράει και να κάνει αισθητή την παρουσία του τραγουδώντας στις ψηλές κλίμακες, χωρίς αναπνοή, μια γνωστή του μελωδία. Ενίοτε, ένα δύο κύματα μούλιαζαν το σεντόνι της σιωπής, αφήνοντας το δικό τους ήχο πάνω της. Ο Γιώργος ήταν χαρούμενος, γιατί ταξίδευε για άλλη μια φορά με τα μάτια που αγαπούσε. Αν και δεν ήταν άνθρωπος που αγαπούσε τα ταξίδια, ο Γιώργος λάτρευε ακόμα και τις πιο μικρές βόλτες  όταν είχε για παρέα αυτά τα μάτια.
Ο Γιώργος έσκυψε στη μία άκρη της βάρκας κι άρχισε να γράφει ένα χαρούμενο τραγούδι πάνω στα κύματα. Το δάχτυλό του χάιδευε τα κύματα σχηματίζοντας νότες πάνω τους. Χωρίς βιασύνη, χωρίς περιττές κινήσεις.  Μετά από λίγη ώρα, ο Γιώργος ανασηκώθηκε από τη βάρκα και ξανακάθισε με ένα αίσθημα χαράς αλλά και μικρής απογοήτευσης. Ο Γιώργος δεν μπόρεσε να τελειώσει το τραγούδι, γιατί του τέλειωσαν τα κύματα.

Η ώρα πέρναγε κι ο Γιώργος βυθιζόταν όλο και περισσότερο μέσα στη βάρκα του.  Τα αστέρια ήταν αμέτρητα, αλλά ο Γιώργος πάντα έχανε το μέτρημα στο δύο. Ίσως και στο τρία. Εκείνη τη στιγμή περίπου, ο Γιώργος κατάλαβε ότι βρίσκεται μέσα σε ένα παραμύθι. Ένα παραμύθι γεμάτο γλυκά ψέματα. Ο Γιώργος συμπαθούσε τα παραμύθια, αλλά ποτέ δεν συμπαθούσε το χαρούμενο τέλος. Όχι από κακία. Απλά του φαινόταν τόσο προβλέψιμο που δυσκολευόταν να το εκτιμήσει. Ωστόσο στο δικό του παραμύθι, ο Γιώργος ήθελε ένα χαρούμενο τέλος. Όχι απαραίτητα παραμυθένιο. Αλλά χαρούμενο και σίγουρα με τα μάτια που αγαπούσε. Ο Γιώργος σκεφτόταν για αρκετή ώρα το χαρούμενο τέλος που ήθελε να έχει το παραμύθι του...σκεφτόταν...
αλλά μετά άρχισε να φοβάται το χαρούμενο τέλος...έτσι απλά, έτσι ξαφνικά....
αργότερα ο Γιώργος άρχισε να το ξαναζητάει, αλλά λιγότερο έντονα....
δεν ήξερε γιατί...απλά φοβόταν τη χαρά...φοβόταν....βυθιζόταν...

Το ξυπνητήρι άρχισε να χτυπάει διακριτικά. Όσο χρειαζόταν για να ξυπνήσει, χωρίς να νιώσει από τις πρώτες ανάσες της ημέρας άγχος ή πιέση. Μισάνοιξε το ένα του μάτι και έκλεισε το ξυπνητήρι. Τελικά, δεν ήταν παραμύθι. Ήταν όνειρο. Ξεφύσηξε και με αργές κινήσεις ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του. Κοίταξε γύρω του να βρει τα μάτια που αγαπούσε. Μάταια. Ξεφύσηξε πάλι, αυτή τη φορά κάπως πιο έντονα.
Τράβηξε το σεντόνι και κατέβηκε από το κρεβάτι. Όμως κάτι τον ενοχλούσε και δεν μπορούσε να περπατήσει άνετα. Έσκυψε και κοίταξε τα πόδια του. Υπήρχε άμμος ανάμεσα στα δάχτυλα...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου